- βαθύχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει βαθύ, σκούρο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χρώμα (πρβλ. άχρωμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθύχρωμος — η, ο ο σκούρος, ο σκοτεινός στο χρώμα: Προτιμώ τα βαθύχρωμα υφάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek